Η Μέριλιν πέθανε όπως έζησε: έρμαιο. Γυμνή, με το ακουστικό του τηλεφώνου πάνω στο μαξιλάρι, τα χάπια παραδίπλα, σ’ ένα άδειο σπίτι, μόνη στο δωμάτιό της. Η νύχτα την τύλιξε, αυτό το στιλπνό μαύρο σκοτάδι που τη βύθιζε, κάθε φορά, προς το θάνατο: μέσα σε μια δεκαετία χρήσης ναρκωτικών, μια δεκαετία κατάχρησης χημικών ουσιών, πόσα πολύχρωμα χάπια δεν κατάπιε, πόσες λαμπερές κάψουλες, πόσες σκόνες για να καθαρίσει το μυαλό της; Librium, Nembutal, ένυδρη χλωράλη, Nodular, Phenergan, θαυματουργές σκόνες ή ολόκληρα κουτιά με υπνωτικά. Πόσες ενέσεις ηρεμιστικών, ύστερα μεθαμφεταμίνης ή βενζενδρίνης, όπως στο πλατό του SGTG; Αποκοιμήθηκε ξαπλωμένη κάθετα στο κρεβάτι της, με το καλώδιο του τηλεφώνου σαν ορό, που της ενστάλαζε λόγια… Κείτεται ωχρή, εγκαταλελειμμένη, με βρόμικα νύχια, ανάκατα μαλλιά, είναι έντεκα το βράδυ, η καρδιά της κάνει διακοπές, σταματά. Κανένα μυστήριο σε τούτο το θάνατο. Η Μέριλιν είναι ηθοποιός: κάθε φορά που έκανε απόπειρα, είχε ένα κοινό για να τη συγκρατήσει – ή να τη χειροκροτήσει. Μια σταρ δεν φεύγει εγκαταλελειμμένη σαν τσαλακωμένο χαρτί που το παρασέρνει το ρέμα. Κάνει μια εμφάνιση, δημιουργεί ένα φινάλε, θριαμβεύει μέσα απ’ το θάνατο. Αναζητάει το εφέ. Και, προπάντων, προπάντων, καλλωπίζεται. Δολοφονία; Με ποιο σκοπό; Για τους Κένεντι θα ήταν τόσο απλό, στην ανάγκη, να κάνουν την ξανθιά να φανεί σαν μια αχαλίνωτη τρελή – δείτε, κλείστηκε σε ψυχιατρείο, σαν τη μάνα της, σαν τη γιαγιά της. Από γενιά σε γενιά, παράφρονες οι Μονρόε: η γραμμή άμυνας ήταν προφανής για τους εκπροσώπους Τύπου του Λευκού Οίκου. Όσο για τον υπόκοσμο, ξαναβρίσκεται με φρούδες ελπίδες: με το που πεθαίνει η Μέριλιν, χάνεται κάθε πιθανότητα εκβιασμού. Οι μαγνητοταινίες που βρίσκονται στην κατοχή του Τζιανκάνα είναι άχρηστες, ο Χόφα αποφασίζει να πάρει τα μυστικά της νεκρής στον τάφο του και ο Τζ. Έντγκαρ Χούβερ δεν λέει κουβέντα. Απλά στέλνει κάποιους άντρες να συμμαζέψουν.


