Home People Oscar Wilde (16.10.1854-30.11.1900) – “Writing bores me so”!

Oscar Wilde (16.10.1854-30.11.1900) – “Writing bores me so”!

by GSTQ

“Δεν μου αρέσει να μου δίνουν συμβουλές. Μπορώ να κάνω και μόνος μου λάθη”

Η πλέον τραγική φυσιογνωμία της βικτοριανής εποχής,ο συγγραφέας και ποιητής που η πολυτάραχη ζωή του θα μπορούσε να είναι ένα από τα έργα του,γεννήθηκε στις 16 Οκτωβρίου του 1854, στο Δουβλίνο.Η μητέρα του Jane ήταν σπουδαία ποιήτρια,έγραφε με το ψευδώνυμο Speranza,ενώ λέγεται πως μιλούσε άπταιστα πάνω από δώδεκα ξένες γλώσσες.Ο πατέρας του Sir William,ήταν ένας διάσημος ωτορινολαρυγγολόγος και λαογράφος.Ο Oscar,ήταν το δεύτερο από τα τρία παιδιά του ζευγαριού, υπήρχαν και άλλα τρία ετεροθαλή αδέλφια, που γεννήθηκαν εκτός γάμου, από διαφορετικές μητέρες και πριν το γάμο του με τη Jane.Τα παιδιά αυτά αναγνωρίστηκαν από τον Sir William, που ανέλαβε την ανατροφή και την εκπαίδευσή τους, όχι όμως παρέα με τα “νόμιμα” παιδιά του.

Το πλούσιο αστικό περιβάλλον στο οποίο μεγάλωσε,αλλά και οι διανοούμενοι γονείς του,έπαιξαν σίγουρα ρόλο στην μετέπειτα εξέλιξη του Oscar Wilde,που στα εννέα του χρόνια μιλούσε άπταιστα Γαλλικά και Γερμανικά και στα δώδεκα του μπορούσε να απαγγείλει απ’ έξω μεγάλα αποσπάσματα από τα έπη του Ομήρου. Τελειώνοντας το σχολείο,γίνεται δεκτός με υποτροφία στο Trinity College,όπου συγκατοικεί με τον αδελφό του Willie και συνεχίζει στο Magdalen College στην Οξφόρδη,όπου έρχεται σε επαφή με το κίνημα του Αισθητισμού μέσα από τους καθηγητές του Walter Pater και John Ruskin,που ήταν και οι βασικοί ιδρυτές του.Εκεί,αρχίζει να διαφαίνεται,η ευφυΐα του και η εκκεντρικότητα του χαρακτήρα του,τόσο μέσα από την εξεζητημένη εμφάνισή του, μακρυά μαλλιά, μεταξωτά πουκάμισα, βελούδινα σακάκια, όσο και μέσα από τη διακόσμησή του δωματίου του με φτερά παγονιού,λουλούδια και γαλάζιες πορσελάνες,για τις οποίες, σε μια κρίση ναρκισσισμού είχε πει: “Κάθε μέρα γίνεται όλο και πιο δύσκολο να ανταγωνιστώ τις γαλάζιες πορσελάνες μου.”

“Μ’ αρέσουν οι άντρες που έχουν μέλλον και οι γυναίκες που έχουν παρελθόν.”

Τελειώνοντας τις σπουδές του,μετακομίζει στο Λονδίνο,εκδίδει την πρώτη του ποιητική συλλογή Poems,δίνει διαλέξεις στις ΗΠΑ και τον Καναδά με θέμα τον Αγγλικό Διαφωτισμό στην Τέχνη και επιστρέφει στο Λονδίνο,όπου ασχολείται με τη δημοσιογραφία και παίρνει τη θέση του ανάμεσα στους ήδη καταξιωμένους διανοούμενους της εποχής του.Το 1884 παντρεύεται τον έρωτα της ζωής του,την όμορφη Constance Lloyd,με την οποία αποκτά δύο γιους,για τους οποίους γράφει το παραμύθι “Ο ευτυχισμένος πρίγκιπας”.Το καλοκαίρι του 1891 και ενώ έχει κυκλοφορήσει ένα από τα σημαντικότερα έργα του,”Το Πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέυ”,γνωρίζει τον κατά είκοσι χρόνια νεότερό του και μεγάλο θαυμαστή του,Λόρδο Alfred Douglas.Αν και στη ζωή του,συνυπήρξε με αρκετές από τις καλλονές της εποχής του και μάλιστα είχε ήδη παντρευτεί μία,δεν άργησε να δημιουργήσει ερωτική σχέση με τον όμορφο νεαρό,η οποία μάλιστα κράτησε μέχρι το 1895 σκανδαλίζοντας την πουριτανική Αγγλία. Υπάρχουν ενδείξεις πως το 1887 είχε ερωτική σχέση με τον Robert Baldwin Ross και πιθανόν και κατά τη διάρκεια των σπουδών του με κάποιον συμφοιτητή του.

 

Το τέλος της σχέσης του με τον Douglas δόθηκε από το πατέρα του νεαρού,τον Μαρκήσιο του Queensberry που θεωρούσε τη σχέση αυτή ανήθικη.Ο Μαρκήσιος που σύχναζε στο ίδιο κλαμπ με τον Oscar Wilde τον προκάλεσε, αφήνοντας του,μια κάρτα με την ένδειξη:“Προς τον Oscar Wilde,τον σοδομίτη”,και του έδωσε δύο επιλογές για να αντιμετωπίσει τη δημόσια αυτή κατηγορία:είτε να φύγει από την Αγγλία,είτε να μείνει και να ξεκινήσει δικαστική μάχη.Με την παρότρυνση και της μητέρας του, έμεινε και κινήθηκε νομικά κατά του μαρκήσιου, επιλογή που στράφηκε τελικά εναντίον του, καθώς κρίθηκε ένοχος για ομοφυλοφιλία και τελικά καταδικάστηκε σε δύο χρόνια καταναγκαστικά έργα.Τα στοιχεία στα οποία βασίστηκε το δικαστήριο για να τον κρίνει ένοχο, ήταν “Το Πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέυ”,οι ομοφυλοφιλικές σε αυτό αναφορές και οι τελευταίοι στίχοι από το ποίημα “Δύο Αγάπες του  Douglas”…Οδηγείται στη φυλακή, όπου η υγεία του ψυχική και σωματική κλονίζεται ανεπανόρθωτα.

Σε μια περίοδο άκρας αυτοκριτικής και απολογισμού γράφει το συγκλονιστικά αληθινό De Profundis, μέσα από το οποίο ξεγυμνώνει την ψυχή του και μην κρατώντας πια καμιά δικαιολογία κατηγορεί ευθέως τον Alfred Douglas ότι τον εκμεταλλεύτηκε αποσπώντας του μεγάλα ποσά για χαρτοπαιξία και αλκοόλ, αλλά και πως τον οδήγησε σε αυτή τη δίκη εξαιτίας του εγωισμού του και του μίσους του για τον πατέρα του,του γράφει:“Ήθελα να δοκιμάσω όλα τα φρούτα απ’ όλα τα δέντρα του κήπου του κόσμου…Και πραγματικά έτσι βγήκα κι έτσι έζησα.Το μόνο μου λάθος ήταν ότι περιορίστηκα τόσο αποκλειστικά στα δέντρα εκείνα που μου φαίνονταν να ‘ναι η ηλιοφώτιστη πλευρά του κήπου και απέφευγα την άλλη, επειδή ήταν γεμάτη σκιές και σκοτάδι…”Πόσο όμως θάρρος χρειάστηκε από την πλευρά του,για να απομυθοποιήσει τον αγαπημένο Bosie,αυτόν που τον ενέπνευσε να του γράψει ερωτικές επιστολές όπως αυτή που ακολουθεί.

“Αγόρι μου…

Το σονέτο σου είναι αξιολάτρευτο, και είναι πραγματικά ένα θαύμα που αυτά τα κόκκινα, τριανταφυλλένια χείλη σου φτιάχτηκαν εξίσου για τη μουσική της ποίησης και την τρέλα των φιλιών.

Είμαι σίγουρος ότι ο Υάκινθος, που ο Απόλλωνας αγαπούσε τόσο παράφορα, ήσουν εσύ στην αρχαιότητα…Γιατί είσαι μοναχός σου στο Λονδίνο και πότε θα πας στο Σάλισμπερι;Πήγαινε εκεί για να δροσίσεις τα χέρια σου μέσα στο γκρίζο λυκόφως των γοτθικών πραγμάτων και μετά έλα εδώ όποτε θελήσεις. Είναι πανέμορφα ­ το μόνο που λείπει είσαι εσύ.Πάντα, με αθάνατη αγάπη, δικός σου, Oscar”. Oscar Wilde, Ιανουάριος  1893, Βράχος του Μπάμπακομπ

Η αντίστροφη μέτρηση,όμως για τον αντισυμβατικό συγγραφέα,έχει ήδη αρχίσει με την καταδίκη και φυλάκισή του.Μετά την αποφυλάκισή του,φεύγει για το Παρίσι,όπου περνά τα τρία τελευταία χρόνια της ζωής του,εξόριστος και πολύ άρρωστος,πάμφτωχος και εγκαταλελειμμένος από όλους, όπου πεθαίνει από μηννιγγοεγκεφαλίτιδα, στις 30 Νοεμβρίου του 1900.Επιλέγοντας να είναι ο εαυτός του, μιας και όπως ο ίδιος έλεγε, όλοι οι άλλοι ρόλοι ήταν πιασμένοι και με το ιδιαίτερο χιούμορ του να μην τον εγκαταλείπει ποτέ σχολιάζει το δωμάτιο του ξενοδοχείου όπου μένει: “Εγώ και η ταπετσαρία παλεύουμε μέχρι θανάτου. Ένας απ’ τους δυο μας πρέπει να φύγει”.

“Το χειρότερο από το να μιλούν άσχημα για εσένα είναι να μη μιλούν καθόλου για εσένα.”

 

You may also like