“Εάν αποσυνδέσεις την Ελλάδα, στο τέλος θα δεις να σου απομένουν μια ελιά, ένα αμπέλι κι ένα καράβι. Που σημαίνει: με άλλα τόσα την ξαναφτιάχνεις – Η πρώτη αλήθεια είναι ο θάνατος. Απομένει να μάθουμε ποια είναι η τελευταία” Οδυσσέας Ελύτης (2 Νοεμβρίου 1911 – 18 Μαρτίου 1996) “Θάλασσα λανθασμένη δε γίνεται…”

Για το “Άξιον Εστί”: “Όσο κι αν μπορεί να φανεί παράξενο, την αρχική αφορμή να γράψω το ποίημα μου την έδωσε η διαμονή μου στην Ευρώπη τα χρόνια του ’48 με ’51. Ήταν τα φοβερά χρόνια όπου όλα τα δεινά μαζί – πόλεμος, κατοχή, κίνημα, εμφύλιος – δεν είχανε αφήσει πέτρα πάνω στη πέτρα… Δυσαρεστημένοι ακόμα οι Γάλλοι που δεν μπορούσαν να ‘χουν κάθε μέρα το μπιφτέκι και το φρέσκο τους βούτυρο, δυσανασχετούσανε. Υπάλληλοι, σωφέρ, γκαρσόνια, με κοιτάζανε βλοσυρά και μου λέγανε: εμείς περάσαμε πόλεμο Κύριε!… Κι όταν καμιά φορά τολμούσα να ψιθυρίσω ότι ήμουν Έλληνας κι ότι περάσαμε κι εμείς πόλεμο με κοιτάζανε παράξενα: α, κι εσείς έ; Καταλάβαινα ότι ήμασταν αγνοημένοι από παντού και τοποθετημένοι στην άκρη-άκρη ενός χάρτη απίθανου. Το σύμπλεγμα κατωτερότητας και η δεητική διάθεση με κυρίευαν πάλι. Ξυπνημένες μέσα παλαιές ενστικτώδεις διαθέσεις άρχισαν να αναδεύονται και να ξεκαθαρίζουν.
Η παραμονή μου στην Ευρώπη με έκανε να βλέπω πιο καθαρά το δράμα του τόπου μας. Εκεί αναπηδούσε πιο ανάγλυφο το άδικο που κατάτρεχε τον ποιητή. Σιγά – σιγά αυτά τα δύο ταυτίστηκαν μέσα μου. Το επαναλαμβάνω, μπορεί να φαίνεται παράξενο, αλλά έβλεπα καθαρά ότι η μοίρα της Ελλάδας ανάμεσα στα άλλα έθνη ήταν ότι και η μοίρα του ποιητή ανάμεσα στους άλλους ανθρώπους – και βέβαια εννοώ τους ανθρώπους του χρήματος και της εξουσίας. Αυτό ήταν ο πρώτος σπινθήρας, ήταν το πρώτο εύρημα. Και η ανάγκη που ένιωθα για μια δέηση, μου ‘δωσε ένα δεύτερο εύρημα. Να δώσω, δηλαδή, σ’ αυτή τη διαμαρτυρία μου για το άδικο τη μορφή μιας εκκλησιαστικής λειτουργίας. Κι έτσι γεννήθηκε το “Αξιον Εστί”.

Ο Οδυσσέας Αλεπουδέλης, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα ήταν ο μικρότερος από τα έξι παιδιά του επιχειρηματία Παναγιώτη Αλεπουδέλη και της Μαρίας Βρανά, που είχαν εργοστάσιο σαπωνοποιίας στο Ηράκλειο. Το 1914 η οικογένεια του εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και ξεκινά τη φοίτηση του στο ιδιωτικό σχολείο Μακρή, έχοντας μεταξύ άλλων δασκάλους του τον Ι.Μ. Παναγιωτόπουλο και τον Ιωάννη Θ. Κακριδή.
Το 1928 έρχεται για πρώτη φορά σε επαφή με τη λογοτεχνία και δημιουργεί μια σχέση αγάπης κι εξάρτησης μαζί της χωρίς ποτέ να την προδώσει. Το 1930 γράφτηκε στη Νομική Σχολή Αθηνών και γρήγορα γοητεύεται από την ποίηση του Κωνσταντίνου Καβάφη και του Ανδρέα Κάλβου. Παράλληλα, την ίδια περίοδο ανακαλύπτει το έργο των Γάλλων υπερρεαλιστών, που επέδρασαν σημαντικά στις ιδέες του για τη λογοτεχνία και τον έκαναν να παραδεχτεί τις δυνατότητες που παρουσίαζε η λυρική ποίηση.
Σημαντική στιγμή για την εξέλιξη της ποίησης του Ελύτη είναι το 1935 όταν γνωρίζει τον Αντρέα Εμπειρίκο, που του χαράζει και τον δρόμο του υπερρεαλισμού. O Ελύτης ψάχνει το νέο όραμα στην ποίηση, “την Μεγάλη Ιδέα”, την ανανέωση, την αλλαγή και γίνεται μέσα από το έργο και την ζωή του ρομαντικός επαναστάτης. Μαζί με τον Ανδρέα Εμπειρίκο και τον Νίκο Εγγονόπουλο, γνωρίζουν τον υπερρεαλισμό στην Ελλάδα. Περνούν πολλές ώρες μιλώντας για την ποίηση, για τα σύγχρονα λογοτεχνικά ρεύματα και γράφουν ποιήματα μαζί.
“Έχω συλλάβει τη μορφή μου κάπου ανάμεσα σε μια θάλασσα, που ξεπροβάλλει από το ασβεστοχρισμένο τοιχάκι μιας εκκλησιάς, και σ’ένα κορίτσι ξυπόλητο, που του σηκώνει ο άνεμος το ρούχο, μια στιγμή τύχης που αγωνίζομαι να αιχμαλωτίσω και της στήνω καρτέρι με χρώματα ελληνικά, σημειώνει στα “Ανοιχτά Χαρτιά” ο Οδυσσέας Ελύτης.

