Ήταν Σάββατο 2 Μαΐου του 1987. Η Dalida (17/01/1933) είχε ένα πρόγραμμα γεμάτο υποχρεώσεις εκείνη την ημέρα. Ξύπνησε νωρίς το πρωί γιατί είχε μια φωτογράφιση. Εμφανίστηκε ως guest σε μια τηλεοπτική εκπομπή και το βράδυ έπρεπε να παρευρεθεί στην πρεμιέρα μιας θεατρικής παράστασης, στα Ηλύσια Πεδία. Στο τέλος, ακύρωσε τη θεατρική της έξοδο λέγοντας πως είναι κουρασμένη. Περίμενε όλο το βράδυ ένα τηλεφώνημα από τον τότε εραστή της, το γιατρό Francois Naudy. Εκείνος όμως δεν της τηλεφώνησε ποτέ. Ξημερώματα της Κυριακής, κατανάλωσε μια υπερβολική δόση βαρβιτουρικών στο πολυτελές διαμέρισμά της, στην Montmartre – το σπίτι που έζησε για περισσότερα από 25 χρόνια, – “Το κάστρο της Ωραίας Κοιμωμένης” όπως χαρακτήριζε ο γαλλικός τύπος.
Η Dalida δεν αυτοκτόνησε για το τηλεφώνημα που δεν της έκανε ποτέ ο τότε αγαπημένος της. Είκοσι χρόνια πριν, είχε επιχειρήσει ξανά να δώσει τέλος στη ζωή της, με τον ίδιο τρόπο, σε μια σουίτα ξενοδοχείου στο κέντρο του Παρισιού.
“Τους έκανα να πιστέψουν ότι έφευγα για το Τορίνο. Στο αεροδρόμιο περίμενα ένα ολόκληρο μισάωρο και με κατάλαβαν στο αεροπλάνο. Μετά πήγα στις τουαλέτες, έβαλα ένα μαντήλι και μαύρα γυαλιά για να μη με αναγνωρίζουν. Πήρα ένα ταξί με κατεύθυνση το ξενοδοχείο Prince de Galles στο Παρίσι, στη λεωφόρο George-V. Στη ρεσεψιόν έδωσα το όνομα που είχα νέα κοπέλα, Iolanda Gigliott, ζήτησα να μη με ενοχλήσει κανείς. Έγραψα τρία γράμματα: ένα για τη μητέρα μου, ένα άλλο για τον Lucien Morisse και ένα τρίτο για το κοινό μου. Ήμουν γαλήνια. Ξάπλωσα στο κρεβάτι. Δεν είχα παρά μόνο μία σκέψη στο μυαλό μου: τον Luigi. Ήμουν ανακουφισμένη, θα πήγαινα να τον βρω”. Μια καθαρίστρια τη βρήκε λιπόθυμη, η οποία κάλεσε εγκαίρως έναν γιατρό. Κι εκείνος κατάφερε να τη σώσει.