Ο όρος σαμπάνια είναι η κατοχηρωμένη ονομασία προέλευσης για τον αφρώδη οίνο που παράγεται στην περιοχή της Καμπανίας (Champagne), στη Γαλλία. Οι Γάλλοι είναι λοιπόν αυτοί που είχαν το νόμιμο δικαίωμα να αποκαλούν τα κρασιά τους “σαμπάνια” για πάνω από έναν αιώνα. Η Συνθήκη της Μαδρίτης που υπογράφτηκε το 1891 κατοχύρωσε αυτόν τον κανόνα και η Συνθήκη των Βερσαλλιών που ακολούθησε τον επιβεβαίωσε.
Η ρίζες της βρίσκονται πίσω στο 17ο αιώνα και πατέρας της θεωρείται ο βενεδικτίνος μοναχός Dom Perignon (1639-1715), υπεύθυνος για την κάβα τού Αββαείου του Οτβιλιέ, όπου εκείνη την εποχή παράγονταν τα πιο ονομαστά κρασιά της χώρας.
Από παλιά είχε παρατηρηθεί ότι – για αδιευκρίνιστους τότε λόγους- ορισμένα γλυκά, κυρίως, κρασιά περιείχαν τις γνωστές φυσαλίδες της σαμπάνιας, που προσέδιδαν μία ξεχωριστή γεύση στο ποτό. Σήμερα γνωρίζουμε ότι αυτές οφείλονται στο διοξείδιο του άνθρακα που παράγεται κατά τη διάρκεια μιας δεύτερης αλκοολικής ζύμωσης στο μπουκάλι, μετά την εμφιάλωση τού κρασιού.
Ο Perignon ήταν ο άνθρωπος που μελέτησε και συστηματοποίησε τη διαδικασία αυτή, δημιουργώντας την πρώτη σαμπάνια στις 4 Αυγούστου 1693. Παρότι ήταν τυφλός, μπορούσε μόνο από τη γεύση ενός σταφυλιού να μαντέψει τον αμπελώνα προέλευσής του.
Όμως, όπως αναφέρει η Wikipedia, αντίθετα με όσα πιστεύουν πολλοί, ο Perignon δούλεψε μεν σκληρά και κατάφερε να βελτιώσει την ποιότητα των κρασιών της περιοχής, αλλά δεν ήταν ο πρώτος που εφηύρε το αφρώδες κρασί, ούτε την σαμπάνια.
Νέα στοιχεία υποδηλώνουν ότι για πρώτη φορά αφρώδες κρασί κυκλοφόρησε στην Αγγλία αρκετές δεκαετίες προτού παραχθεί στη Γαλλία.
Προς τιμήν του, η εταιρία Moet et Chandon, που αγόρασε το μοναστήρι του Οτβιλιέ το 1794, έδωσε το όνομά του στην καλύτερη και ακριβότερη σαμπάνια της (Dom Perignon).